Translation meaning & definition of the word "mysticism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μυστικισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mysticism
[Μυστικισμός]/mɪstɪsɪzəm/
noun
1. A religion based on mystical communion with an ultimate reality
- synonym:
- mysticism ,
- religious mysticism
1. Μια θρησκεία που βασίζεται στη μυστικιστική κοινωνία με την απόλυτη πραγματικότητα
- συνώνυμο:
- μυστικισμόσ ,
- θρησκευτικός μυστικισμός
2. Obscure or irrational thought
- synonym:
- mysticism
2. Σκοτεινή ή παράλογη σκέψη
- συνώνυμο:
- μυστικισμόσ
Examples of using
Contrary to Newton's public image, most of his work was not devoted to science but rather to theology, mysticism and alchemy.
Σε αντίθεση με τη δημόσια εικόνα του Νεύτωνα, το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του δεν ήταν αφιερωμένο στην επιστήμη, αλλά.