Translation meaning & definition of the word "mystic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μυστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mystic
[Μυστικιστική]/mɪstɪk/
noun
1. Someone who believes in the existence of realities beyond human comprehension
- synonym:
- mystic ,
- religious mystic
1. Κάποιος που πιστεύει στην ύπαρξη πραγματικοτήτων πέρα από την ανθρώπινη κατανόηση
- συνώνυμο:
- μυστικιστική ,
- θρησκευτικός μυστικιστής
adjective
1. Having an import not apparent to the senses nor obvious to the intelligence
- Beyond ordinary understanding
- "Mysterious symbols"
- "The mystical style of blake"
- "Occult lore"
- "The secret learning of the ancients"
- synonym:
- mysterious ,
- mystic ,
- mystical ,
- occult ,
- secret ,
- orphic
1. Έχοντας μια εισαγωγή που δεν είναι εμφανής στις αισθήσεις ούτε προφανής στη νοημοσύνη
- Πέρα από τη συνηθισμένη κατανόηση
- "Μυστηριώδη σύμβολα"
- "Το μυστικιστικό ύφος του μπλέικ"
- "Παραλία αποκαλλιέργειας"
- "Η μυστική μάθηση των αρχαίων"
- συνώνυμο:
- μυστηριώδης ,
- μυστικιστική ,
- μυστικιστικός ,
- απόκρυφος ,
- μυστικό ,
- ορφικόσ
2. Relating to or resembling mysticism
- "Mystical intuition"
- "Mystical theories about the securities market"
- synonym:
- mystic ,
- mystical
2. Σχετικά με ή μοιάζουν με μυστικισμό
- "Μυστική διαίσθηση"
- "Μυστικές θεωρίες για την αγορά κινητών αξιών"
- συνώνυμο:
- μυστικιστική ,
- μυστικιστικός
3. Relating to or characteristic of mysticism
- "Mystical religion"
- synonym:
- mystic ,
- mystical
3. Σχετικά με ή χαρακτηριστικά του μυστικισμού
- "Μυστική θρησκεία"
- συνώνυμο:
- μυστικιστική ,
- μυστικιστικός