Translation meaning & definition of the word "mutually" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμοιβαία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mutually
[Αμοιβαία]/mjuʧuəli/
adverb
1. In a mutual or shared manner
- "The agreement was mutually satisfactory"
- "The goals of the negotiators were not reciprocally exclusive"
- synonym:
- mutually ,
- reciprocally
1. Με αμοιβαίο ή κοινό τρόπο
- "Η συμφωνία ήταν αμοιβαία ικανοποιητική"
- "Οι στόχοι των διαπραγματευτών δεν ήταν αμοιβαία αποκλειστικοί"
- συνώνυμο:
- αμοιβαία
Examples of using
Love is when both love mutually. When one loves is a disease.
Αγάπη είναι όταν και οι δύο αγαπούν αμοιβαία. Όταν κάποιος αγαπάει είναι ασθένεια.
Norwegian, Swedish and Danish are mutually intelligible to a high degree.
Τα Νορβηγικά, τα Σουηδικά και τα Δανικά είναι αμοιβαία κατανοητά σε μεγάλο βαθμό.
Love and friendship are mutually exclusive.
Η αγάπη και η φιλία είναι αμοιβαία αποκλειστικές.