Translation meaning & definition of the word "mutual" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμοιβαία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mutual
[Αμοιβαίος]/mjuʧuəl/
adjective
1. Common to or shared by two or more parties
- "A common friend"
- "The mutual interests of management and labor"
- synonym:
- common ,
- mutual
1. Κοινή ή κοινή σε δύο ή περισσότερα μέρη
- "Ένας κοινός φίλος"
- "Τα αμοιβαία συμφέροντα της διοίκησης και της εργασίας"
- συνώνυμο:
- κοινός ,
- αμοιβαίος
2. Concerning each of two or more persons or things
- Especially given or done in return
- "Reciprocal aid"
- "Reciprocal trade"
- "Mutual respect"
- "Reciprocal privileges at other clubs"
- synonym:
- reciprocal ,
- mutual
2. Σχετικά με κάθε ένα από τα δύο ή περισσότερα άτομα ή πράγματα
- Ειδικά ειδικά είτε προσφέρεται είτε γίνεται σε αντάλλαγμα
- "Αμοιβαία βοήθεια"
- "Αμοιβαίο εμπόριο"
- "Αμοιβαίος σεβασμός"
- "Αμοιβαία προνόμια σε άλλους συλλόγους"
- συνώνυμο:
- αμοιβαίος
Examples of using
The desire for love to be mutual does not belong to love but to vanity.
Η επιθυμία για αγάπη να είναι αμοιβαία δεν ανήκει στην αγάπη αλλά στη ματαιοδοξία.
Forget it. He is our mutual friend, after all.
Ξέχνα το. Είναι ο κοινός μας φίλος, τελικά.
They want to talk to you about areas of mutual interest.
Θέλουν να σας μιλήσουν για τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος.