Translation meaning & definition of the word "mutton" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μούττον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mutton
[Μούττον]/mətən/
noun
1. Meat from a mature domestic sheep
- synonym:
- mouton ,
- mutton
1. Κρέας από ώριμα κατοικίδια πρόβατα
- συνώνυμο:
- μότον ,
- μούττον