Translation meaning & definition of the word "muttering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετατροπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Muttering
[Μουρμουρίζω]/mətərɪŋ/
noun
1. A low continuous indistinct sound
- Often accompanied by movement of the lips without the production of articulate speech
- synonym:
- mutter ,
- muttering ,
- murmur ,
- murmuring ,
- murmuration ,
- mussitation
1. Χαμηλός συνεχής αδιαμφισβήτητος ήχος
- Συχνά συνοδεύεται από κίνηση των χειλιών χωρίς την παραγωγή αρθρωτής ομιλίας
- συνώνυμο:
- παλαίμαχοσ ,
- παλινδρομεί ,
- μουρμουρίζω ,
- μουρμουρίζει ,
- μουρμουρητό ,
- παραποίηση
2. A complaint uttered in a low and indistinct tone
- synonym:
- grumble ,
- grumbling ,
- murmur ,
- murmuring ,
- mutter ,
- muttering
2. Ένα παράπονο που εκφράζεται με χαμηλό και δυσδιάκριτο τόνο
- συνώνυμο:
- γκρινιάζω ,
- γκρίνια ,
- μουρμουρίζω ,
- μουρμουρίζει ,
- παλαίμαχοσ ,
- παλινδρομεί
Examples of using
She is muttering to herself.
Μουρμουρίζει με τον εαυτό της.
She's muttering something.
Μουρμουρίζει κάτι.
She is muttering to herself.
Μουρμουρίζει με τον εαυτό της.