Translation meaning & definition of the word "mutiny" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μουτίνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mutiny
[Ανταρσία]/mjutəni/
noun
1. Open rebellion against constituted authority (especially by seamen or soldiers against their officers)
- synonym:
- mutiny
1. Ανοιχτή εξέγερση εναντίον της αποτελούσε εξουσία (ειδικά από ναυτικούς ή στρατιώτες εναντίον των αξιωματικών τους)
- συνώνυμο:
- ανταρσία
verb
1. Engage in a mutiny against an authority
- synonym:
- mutiny
1. Εμπλακείτε σε μια ανταρσία εναντίον μιας αρχής
- συνώνυμο:
- ανταρσία