Translation meaning & definition of the word "mutation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετάλλαξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mutation
[Μετάλλαξη]/mjuteʃən/
noun
1. (biology) an organism that has characteristics resulting from chromosomal alteration
- synonym:
- mutant ,
- mutation ,
- variation ,
- sport
1. (βιολογία) οργανισμός που έχει χαρακτηριστικά που προκύπτουν από χρωμοσωμική αλλοίωση
- συνώνυμο:
- μεταλλαγμένος ,
- μετάλλαξη ,
- ποικιλία ,
- αθλητισμός
2. (genetics) any event that changes genetic structure
- Any alteration in the inherited nucleic acid sequence of the genotype of an organism
- synonym:
- mutation ,
- genetic mutation ,
- chromosomal mutation
2. (γενετική) κάθε γεγονός που αλλάζει τη γενετική δομή
- Οποιαδήποτε μεταβολή στην κληρονομική ακολουθία νουκλεϊκού οξέος του γονοτύπου ενός οργανισμού
- συνώνυμο:
- μετάλλαξη ,
- γενετική μετάλλαξη ,
- χρωμοσωμική μετάλλαξη
3. A change or alteration in form or qualities
- synonym:
- mutation
3. Αλλαγή ή αλλαγή σε μορφή ή ιδιότητες
- συνώνυμο:
- μετάλλαξη