Translation meaning & definition of the word "mutate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταλλάξτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mutate
[Μεταλλάσσω]/mjutet/
verb
1. Undergo mutation
- "Cells mutate"
- synonym:
- mutate
1. Υποβάλλονται σε μετάλλαξη
- "Τα κύτταρα μεταλλάσσονται"
- συνώνυμο:
- μεταλλάσσω
Examples of using
The virus is starting to mutate.
Ο ιός αρχίζει να μεταλλάσσεται.