Translation meaning & definition of the word "mutant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετάλλαξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mutant
[Μεταλλαγμένος]/mjutənt/
noun
1. (biology) an organism that has characteristics resulting from chromosomal alteration
- synonym:
- mutant ,
- mutation ,
- variation ,
- sport
1. (βιολογία) οργανισμός που έχει χαρακτηριστικά που προκύπτουν από χρωμοσωμική αλλοίωση
- συνώνυμο:
- μεταλλαγμένος ,
- μετάλλαξη ,
- ποικιλία ,
- αθλητισμός
2. An animal that has undergone mutation
- synonym:
- mutant
2. Ένα ζώο που έχει υποστεί μετάλλαξη
- συνώνυμο:
- μεταλλαγμένος
adjective
1. Tending to undergo or resulting from mutation
- "A mutant gene"
- synonym:
- mutant
1. Τείνουν να υποβάλλονται ή να προκύπτουν από μετάλλαξη
- "Μεταλλαγμένο γονίδιο"
- συνώνυμο:
- μεταλλαγμένος
Examples of using
Tom is a mutant.
Ο Τομ είναι μεταλλαγμένος.