Translation meaning & definition of the word "musty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μουστάκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Musty
[Μουστάκι]/məsti/
adjective
1. Covered with or smelling of mold
- "Moldy bread"
- "A moldy (or musty) odor"
- synonym:
- moldy ,
- mouldy ,
- musty
1. Καλυμμένο με ή μυρίζοντας μούχλα
- "Μουλιασμένο ψωμί"
- "Ένα μουχλιασμένο ( μουστυ) μυρωδιά"
- συνώνυμο:
- μουχλιασμένοσ ,
- μουχλιασμένος
2. Stale and unclean smelling
- synonym:
- fusty ,
- musty ,
- frowsty
2. Μπαγιάτικη και ακάθαρτη μυρωδιά
- συνώνυμο:
- αποφρακτικός ,
- μουχλιασμένος ,
- παραπονεμένοσ
Examples of using
This room smells musty.
Αυτό το δωμάτιο μυρίζει μούχλα.