Translation meaning & definition of the word "muster" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγκρότημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Muster
[Λασπώνω]/məstər/
noun
1. A gathering of military personnel for duty
- "He was thrown in the brig for missing muster"
- synonym:
- muster
1. Συγκέντρωση στρατιωτικού προσωπικού για υπηρεσία
- "Πετάχτηκε στην ταινία για τον αγνοούμενο σύντροφο"
- συνώνυμο:
- συγκεντρωτήσ
2. Compulsory military service
- synonym:
- conscription ,
- muster ,
- draft ,
- selective service
2. Υποχρεωτική στρατιωτική θητεία
- συνώνυμο:
- στρατολόγηση ,
- συγκεντρωτήσ ,
- σχέδιο ,
- επιλεκτική υπηρεσία
verb
1. Gather or bring together
- "Muster the courage to do something"
- "She rallied her intellect"
- "Summon all your courage"
- synonym:
- muster ,
- rally ,
- summon ,
- come up ,
- muster up
1. Συγκεντρώστε ή φέρτε μαζί
- "Συγκεντρώστε το θάρρος να κάνετε κάτι"
- "Συγκέντρωσε τη διάνοιά της"
- "Άπλωσε όλο σου το θάρρος"
- συνώνυμο:
- συγκεντρωτήσ ,
- ράλι ,
- καλώ ,
- ελαττώ ,
- συγκεντρώνω
2. Call to duty, military service, jury duty, etc.
- synonym:
- muster
2. Πρόσκληση σε καθήκον, στρατιωτική θητεία, καθήκον κριτικής επιτροπής, κ.λπ.
- συνώνυμο:
- συγκεντρωτήσ