Translation meaning & definition of the word "must" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρέπει" να είναι στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Must
[Πρέπει]/məst/
noun
1. A necessary or essential thing
- "Seat belts are an absolute must"
- synonym:
- must
1. Ένα απαραίτητο ή ουσιαστικό πράγμα
- "Οι ζώνες εγκαταστάσεων είναι απόλυτη ανάγκη"
- συνώνυμο:
- πρέπει
2. Grape juice before or during fermentation
- synonym:
- must
2. Χυμός σταφυλιών πριν ή κατά τη διάρκεια της ζύμωσης
- συνώνυμο:
- πρέπει
3. The quality of smelling or tasting old or stale or mouldy
- synonym:
- mustiness ,
- must ,
- moldiness
3. Η ποιότητα της μυρωδιάς ή της γεύσης παλιά ή μπαγιάτικη ή μούχλα
- συνώνυμο:
- ευχείριστο ,
- πρέπει ,
- μούχλα
adjective
1. Highly recommended
- "A book that is must reading"
- synonym:
- must(a)
1. Συνιστάται ιδιαίτερα
- "Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάζεται"
- συνώνυμο:
- μουΣ(
Examples of using
Though we travel the world over to find the beautiful, we must carry it with us or we find it not.
Αν και ταξιδεύουμε στον κόσμο για να βρούμε το όμορφο, πρέπει να το μεταφέρουμε μαζί μας ή να μην το βρούμε.
The raw materials must be shipped in from abroad.
Οι πρώτες ύλες πρέπει να αποστέλλονται από το εξωτερικό.
A soldier is an anachronism of which we must get rid.
Ένας στρατιώτης είναι ένας αναχρονισμός για τον οποίο πρέπει να απαλλαγούμε.