Translation meaning & definition of the word "musketeer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μουσκετιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Musketeer
[Μούσκετ]/məskətir/
noun
1. A foot soldier armed with a musket
- synonym:
- musketeer
1. Ένας στρατιώτης ποδιών οπλισμένος με ένα μουσκέτο
- συνώνυμο:
- μουσκετοφόροσ