Translation meaning & definition of the word "musk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μουσκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Musk
[Μασκ]/məsk/
noun
1. An odorous glandular secretion from the male musk deer
- Used as a perfume fixative
- synonym:
- musk
1. Μια οδυνηρή αδενική έκκριση από το αρσενικό ελάφι μόσχου
- Χρησιμοποιείται ως στερεωτικό αρώματος
- συνώνυμο:
- μόσχος
2. The scent of a greasy glandular secretion from the male musk deer
- synonym:
- musk
2. Το άρωμα μιας λιπαρής αδενικής έκκρισης από το αρσενικό ελάφι μόσχου
- συνώνυμο:
- μόσχος