Translation meaning & definition of the word "musically" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μουσική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Musically
[Μουσικά]/mjuzɪkli/
adverb
1. In a musical manner
- "She sang very musically"
- synonym:
- musically
1. Με μουσικό τρόπο
- "Τραγούδησε πολύ μουσικά"
- συνώνυμο:
- μουσικά
Examples of using
He is very talented musically, able to play at least 100 instruments.
Είναι πολύ ταλαντούχος μουσικά, ικανός να παίξει τουλάχιστον 100 όργανα.
He is very talented musically, able to play at least 5 instruments.
Είναι πολύ ταλαντούχος μουσικά, ικανός να παίξει τουλάχιστον 5 όργανα.