Translation meaning & definition of the word "musical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μουσική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Musical
[Μουσικόσ]/mjuzɪkəl/
noun
1. A play or film whose action and dialogue is interspersed with singing and dancing
- synonym:
- musical ,
- musical comedy ,
- musical theater
1. Ένα έργο ή μια ταινία του οποίου η δράση και ο διάλογος είναι διάσπαρτα με το τραγούδι και το χορό
- συνώνυμο:
- μουσική ,
- μουσική κωμωδία ,
- μουσικό θέατρο
adjective
1. Characterized by or capable of producing music
- "A musical evening"
- "Musical instruments"
- synonym:
- musical
1. Χαρακτηρίζεται από ή είναι ικανή να παράγει μουσική
- "Μουσική βραδιά"
- "Μουσικά όργανα"
- συνώνυμο:
- μουσική
2. Talented in or devoted to music
- "Comes from a very musical family"
- synonym:
- musical
2. Ταλαντούχος ή αφοσιωμένος στη μουσική
- "Προέρχεται από μια πολύ μουσική οικογένεια"
- συνώνυμο:
- μουσική
3. Characteristic of or resembling or accompanied by music
- "A musical speaking voice"
- "A musical comedy"
- synonym:
- musical
3. Χαρακτηριστικό ή ομοιότητα ή συνοδεία μουσικής
- "Μια μουσική φωνή"
- "Μουσική κωμωδία"
- συνώνυμο:
- μουσική
4. Containing or constituting or characterized by pleasing melody
- "The melodious song of a meadowlark"
- synonym:
- melodious ,
- melodic ,
- musical
4. Που περιέχει ή αποτελείται ή χαρακτηρίζεται από ευχάριστη μελωδία
- "Το μελωδικό τραγούδι ενός λιβαδιού"
- συνώνυμο:
- μελωδικόσ ,
- μουσική
Examples of using
Frederick Chopin created his first musical composition when he was seven.
Ο Φρειδερίκος Σοπέν δημιούργησε την πρώτη του μουσική σύνθεση όταν ήταν επτά ετών.
I gave her a tiny musical box.
Της έδωσα ένα μικρό μουσικό κουτί.
Violin, piano and harp are musical instruments.
Το βιολί, το πιάνο και η άρπα είναι μουσικά όργανα.