Translation meaning & definition of the word "mushy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μουνί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mushy
[Μουσείο]/məʃi/
adjective
1. Having the consistency of mush
- synonym:
- mushy
1. Έχοντας τη συνέπεια του χυλού
- συνώνυμο:
- πουλώδησ
2. Effusively or insincerely emotional
- "A bathetic novel"
- "Maudlin expressions of sympathy"
- "Mushy effusiveness"
- "A schmaltzy song"
- "Sentimental soap operas"
- "Slushy poetry"
- synonym:
- bathetic ,
- drippy ,
- hokey ,
- maudlin ,
- mawkish ,
- kitschy ,
- mushy ,
- schmaltzy ,
- schmalzy ,
- sentimental ,
- soppy ,
- soupy ,
- slushy
2. Αποτελεσματικά ή ανειλικρινά συναισθηματικά
- "Ένα παθητικό μυθιστόρημα"
- "Εκφράσεις συμπάθειας"
- "Μαζεμένη επιβλαβή"
- "Ένα τραγούδι από ψευδαισθήσεις"
- "Συναισθηματικές σαπουνόπερες"
- "Λασπώδης ποίηση"
- συνώνυμο:
- νυχτερινόσ ,
- τρελός ,
- γάντζος ,
- μάουντλιν ,
- μαουίνια ,
- κιτσ ,
- πουλώδησ ,
- ψευδαργύρου ,
- σχαλίτσα ,
- συναισθηματικόσ ,
- πανούργοσ ,
- σούπα ,
- λασπώδησ
Examples of using
The candy I had in my bag went mushy in the heat.
Η καραμέλα που είχα στην τσάντα μου ήταν πολύ ζεστή.