Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "mushroom" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μανιτάρι" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Mushroom

[Μανιτάρι]
/məʃrum/

noun

1. Common name for an edible agaric (contrasting with the inedible toadstool)

    synonym:
  • mushroom

1. Κοινή ονομασία για ένα βρώσιμο αγαρικό (αντίθεση με το μη βρώσιμο τορντουλ)

    συνώνυμο:
  • μανιτάρι

2. Mushrooms and related fleshy fungi (including toadstools, puffballs, morels, coral fungi, etc.)

    synonym:
  • mushroom

2. Μανιτάρια και συγγενείς σαρκώδεις μύκητες ( συμπεριλαμβανομένων των φρυγανιών, των φουσκών, των κοραλλιογενών μυκήτων, κ.λπ

    συνώνυμο:
  • μανιτάρι

3. Any of various fleshy fungi of the subdivision basidiomycota consisting of a cap at the end of a stem arising from an underground mycelium

    synonym:
  • mushroom

3. Οποιοσδήποτε από τους διάφορους σαρκώδεις μύκητες της υποδιαίρεσης αποτελείται από ένα καπάκι στο άκρο ενός στελέχους που προκύπτει από

    συνώνυμο:
  • μανιτάρι

4. A large cloud of rubble and dust shaped like a mushroom and rising into the sky after an explosion (especially of a nuclear bomb)

    synonym:
  • mushroom
  • ,
  • mushroom cloud
  • ,
  • mushroom-shaped cloud

4. Ένα μεγάλο σύννεφο από ερείπια και σκόνη σε σχήμα μανιταριού και ανεβαίνει στον ουρανό μετά από έκρηξη (ειδικά πυρηνικής βόμβας

    συνώνυμο:
  • μανιτάρι
  • ,
  • σύννεφο μανιταριών
  • ,
  • σύννεφο σε σχήμα μανιταριού

5. Fleshy body of any of numerous edible fungi

    synonym:
  • mushroom

5. Σαρκώδες σώμα οποιουδήποτε από τους πολυάριθμους βρώσιμους μύκητες

    συνώνυμο:
  • μανιτάρι

verb

1. Pick or gather mushrooms

  • "We went mushrooming in the fall"
    synonym:
  • mushroom

1. Πάρτε ή συγκεντρώστε μανιτάρια

  • "Πήγαμε μανιτάρια το φθινόπωρο"
    συνώνυμο:
  • μανιτάρι

2. Grow and spread fast

  • "The problem mushroomed"
    synonym:
  • mushroom

2. Μεγαλώστε και εξαπλωθείτε γρήγορα

  • "Το πρόβλημα παραμορφώθηκε"
    συνώνυμο:
  • μανιτάρι

Examples of using

Any mushroom can be eaten, but some only once.
Κάθε μανιτάρι μπορεί να καταναλωθεί, αλλά μερικά μόνο μία φορά.
You can eat any mushroom once.
Μπορείτε να φάτε οποιοδήποτε μανιτάρι μία φορά.
"Can I eat this mushroom?" "You can eat anything one time."
"Μπορώ να φάω αυτό το μανιτάρι?" "Μπορείς να φας οτιδήποτε μια φορά."