Translation meaning & definition of the word "muse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρήση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Muse
[Μούσα]/mjuz/
noun
1. In ancient greek mythology any of 9 daughters of zeus and mnemosyne
- Protector of an art or science
- synonym:
- Muse
1. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία οποιαδήποτε από τις 9 κόρες του δία και της μνημοσύνης
- Προστάτης μιας τέχνης ή επιστήμης
- συνώνυμο:
- Μούσα
2. The source of an artist's inspiration
- "Euterpe was his muse"
- synonym:
- muse
2. Η πηγή της έμπνευσης ενός καλλιτέχνη
- "Ο ευτέρπη ήταν η μούσα του"
- συνώνυμο:
- μούσα
verb
1. Reflect deeply on a subject
- "I mulled over the events of the afternoon"
- "Philosophers have speculated on the question of god for thousands of years"
- "The scientist must stop to observe and start to excogitate"
- synonym:
- chew over ,
- think over ,
- meditate ,
- ponder ,
- excogitate ,
- contemplate ,
- muse ,
- reflect ,
- mull ,
- mull over ,
- ruminate ,
- speculate
1. Αναλογιστείτε βαθιά σε ένα θέμα
- "Συγκλονίστηκα για τα γεγονότα του απογεύματος"
- "Οι φιλόσοφοι έχουν σκεφτεί το ζήτημα του θεού εδώ και χιλιάδες χρόνια"
- "Ο επιστήμονας πρέπει να σταματήσει να παρατηρεί και να αρχίσει να αποσπά"
- συνώνυμο:
- μασάω ,
- σκεφτείτε ,
- διαλογίζομαι ,
- αναλογιστήσ ,
- αποσπώ ,
- αναλογίζομαι ,
- μούσα ,
- αντανακλώ ,
- τραβώ ,
- τραβώ πάνω ,
- μηρυκαστικόσ ,
- εικασία