Translation meaning & definition of the word "muscle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μυς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Muscle
[Μυς]/məsəl/
noun
1. One of the contractile organs of the body
- synonym:
- muscle ,
- musculus
1. Ένα από τα συσταλτικά όργανα του σώματος
- συνώνυμο:
- μυς ,
- μυϊκό
2. Animal tissue consisting predominantly of contractile cells
- synonym:
- muscle ,
- muscular tissue
2. Ζωικός ιστός που αποτελείται κυρίως από συσταλτικά κύτταρα
- συνώνυμο:
- μυς ,
- μυϊκός ιστός
3. A bully employed as a thug or bodyguard
- "The drug lord had his muscleman to protect him"
- synonym:
- muscleman ,
- muscle
3. Ένας θύτης που εργάζεται ως κακοποιός ή σωματοφύλακας
- "Ο άρχοντας των ναρκωτικών είχε τον μυϊκό του για να τον προστατεύσει"
- συνώνυμο:
- μυρμηγκοφών ,
- μυς
4. Authority or power or force (especially when used in a coercive way)
- "The senators used their muscle to get the party leader to resign"
- synonym:
- muscle
4. Αρχή ή δύναμη ή δύναμη (ειδικά όταν χρησιμοποιείται με καταναγκαστικό τρόπο)
- "Οι γερουσιαστές χρησιμοποίησαν τους μυς τους για να κάνουν τον ηγέτη του κόμματος να παραιτηθεί"
- συνώνυμο:
- μυς
5. Possessing muscular strength
- synonym:
- brawn ,
- brawniness ,
- muscle ,
- muscularity ,
- sinew ,
- heftiness
5. Κατέχουν μυϊκή δύναμη
- συνώνυμο:
- τσουχτερό ,
- ανδρεία ,
- μυς ,
- μυϊκότητα ,
- νεύρα ,
- ευφυία
verb
1. Make one's way by force
- "He muscled his way into the office"
- synonym:
- muscle
1. Κάνε κάποιον δρόμο με τη βία
- "Μύσησε το δρόμο του στο γραφείο"
- συνώνυμο:
- μυς
Examples of using
Searing pain bit through skin and muscle.
Πόνος στην ακοή λίγο μέσω του δέρματος και των μυών.
I pulled a muscle.
Τράβηξα ένα μυ.
Bodybuilding is his hobby so he has a very firm tight body with lots of muscle definition.
Η κατασκευή του σώματος είναι το χόμπι του, έτσι έχει ένα πολύ σταθερό σφιχτό σώμα με πολλούς μυϊκούς ορισμούς.