Translation meaning & definition of the word "murphy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μουρφί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Murphy
[Μέρφι]/mərfi/
noun
1. An edible tuber native to south america
- A staple food of ireland
- synonym:
- potato ,
- white potato ,
- Irish potato ,
- murphy ,
- spud ,
- tater
1. Ένας βρώσιμος κόνδυλος που προέρχεται από τη νότια αμερική
- Βασικό φαγητό της ιρλανδίας
- συνώνυμο:
- πατάτα ,
- λευκή πατάτα ,
- Ιρλανδική πατάτα ,
- φύση ,
- πουλί ,
- τετραγωνίζων