Translation meaning & definition of the word "murmur" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δολοφονία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Murmur
[Μουρμούρ]/mərmər/
noun
1. A low continuous indistinct sound
- Often accompanied by movement of the lips without the production of articulate speech
- synonym:
- mutter ,
- muttering ,
- murmur ,
- murmuring ,
- murmuration ,
- mussitation
1. Χαμηλός συνεχής αδιαμφισβήτητος ήχος
- Συχνά συνοδεύεται από κίνηση των χειλιών χωρίς την παραγωγή αρθρωτής ομιλίας
- συνώνυμο:
- παλαίμαχοσ ,
- παλινδρομεί ,
- μουρμουρίζω ,
- μουρμουρίζει ,
- μουρμουρητό ,
- παραποίηση
2. A schwa that is incidental to the pronunciation of a consonant
- synonym:
- murmur vowel ,
- murmur
2. Ένα που είναι τυχαίο στην προφορά ενός σύμφωνου
- συνώνυμο:
- φωνήεν Μουρμουρ ,
- μουρμουρίζω
3. An abnormal sound of the heart
- Sometimes a sign of abnormal function of the heart valves
- synonym:
- heart murmur ,
- cardiac murmur ,
- murmur
3. Ένας ανώμαλος ήχος της καρδιάς
- Μερικές φορές ένα σημάδι της ανώμαλης λειτουργίας των καρδιακών βαλβίδων
- συνώνυμο:
- καρδιά φυσήματος ,
- καρδιακό φύσημα ,
- μουρμουρίζω
4. A complaint uttered in a low and indistinct tone
- synonym:
- grumble ,
- grumbling ,
- murmur ,
- murmuring ,
- mutter ,
- muttering
4. Ένα παράπονο που εκφράζεται με χαμηλό και δυσδιάκριτο τόνο
- συνώνυμο:
- γκρινιάζω ,
- γκρίνια ,
- μουρμουρίζω ,
- μουρμουρίζει ,
- παλαίμαχοσ ,
- παλινδρομεί
verb
1. Speak softly or indistinctly
- "She murmured softly to the baby in her arms"
- synonym:
- murmur
1. Μιλήστε απαλά ή αδιαμφισβήτητα
- "Μουρμούρισε απαλά στο μωρό στην αγκαλιά της"
- συνώνυμο:
- μουρμουρίζω
2. Make complaining remarks or noises under one's breath
- "She grumbles when she feels overworked"
- synonym:
- murmur ,
- mutter ,
- grumble ,
- croak ,
- gnarl
2. Κάντε παράπονα ή θορύβους κάτω από την αναπνοή σας
- "Αυτή γκρινιάζει όταν αισθάνεται υπερβολικά δουλεμένη"
- συνώνυμο:
- μουρμουρίζω ,
- παλαίμαχοσ ,
- γκρινιάζω ,
- κρουασάν ,
- γκναρλ