Translation meaning & definition of the word "murderous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δολοφονικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Murderous
[Δολοφονικός]/mərdərəs/
adjective
1. Characteristic of or capable of or having a tendency toward killing another human being
- "A homicidal rage"
- "Murderous thugs"
- synonym:
- homicidal ,
- murderous
1. Χαρακτηριστικό ή ικανό να έχει ή να έχει μια τάση να σκοτώνει έναν άλλο άνθρωπο
- "Μια ανθρωποκτονική οργή"
- "Δολοφόνοι κακοποιοί"
- συνώνυμο:
- ανθρωποκτονικόσ ,
- δολοφονικός