Translation meaning & definition of the word "murderer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δολοφόνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Murderer
[Δολοφόνος]/mərdərər/
noun
1. A criminal who commits homicide (who performs the unlawful premeditated killing of another human being)
- synonym:
- murderer ,
- liquidator ,
- manslayer
1. Ένας εγκληματίας που διαπράττει ανθρωποκτονία (ο ο οποίος εκτελεί την παράνομη προμελετημένη δολοφονία άλλου ανθρώπου)
- συνώνυμο:
- δολοφόνος ,
- εκκαθαριστήσ ,
- ανθρωποκτόνοσ
Examples of using
The murderer was executed this morning.
Ο δολοφόνος εκτελέστηκε σήμερα το πρωί.
I can prove who the murderer is.
Μπορώ να αποδείξω ποιος είναι ο δολοφόνος.
Tom is the murderer.
Ο Τομ είναι ο δολοφόνος.