Translation meaning & definition of the word "murder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δολοφόνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Murder
[Δολοφονία]/mərdər/
noun
1. Unlawful premeditated killing of a human being by a human being
- synonym:
- murder ,
- slaying ,
- execution
1. Παράνομη προμελετημένη δολοφονία ενός ανθρώπου από έναν άνθρωπο
- συνώνυμο:
- δολοφονία ,
- σφαγή ,
- εκτέλεση
verb
1. Kill intentionally and with premeditation
- "The mafia boss ordered his enemies murdered"
- synonym:
- murder ,
- slay ,
- hit ,
- dispatch ,
- bump off ,
- off ,
- polish off ,
- remove
1. Σκοτώστε σκόπιμα και με προμελέτη
- "Το αφεντικό της μαφίας διέταξε τους εχθρούς του να δολοφονηθούν"
- συνώνυμο:
- δολοφονία ,
- φονιά ,
- χτύπημα ,
- αποστολή ,
- πέφτω ,
- από ,
- απολυμαίνω ,
- αφαιρώ
2. Alter so as to make unrecognizable
- "The tourists murdered the french language"
- synonym:
- mangle ,
- mutilate ,
- murder
2. Αλλάξτε έτσι ώστε να μην γίνει αναγνωρίσιμη
- "Οι τουρίστες δολοφόνησαν τη γαλλική γλώσσα"
- συνώνυμο:
- ανδρείκελο ,
- ακρωτηριάζω ,
- δολοφονία
Examples of using
The murder scene was still a hive of police activity several days after the man's body had been discovered.
Η σκηνή δολοφονίας ήταν ακόμα μια κυψέλη της αστυνομικής δραστηριότητας αρκετές ημέρες μετά την ανακάλυψη του σώματος του άνδρα.
Tom was charged with attempted murder.
Ο Τομ κατηγορήθηκε για απόπειρα δολοφονίας.
On the night of the murder, when was the last time that you saw Tom?
Τη νύχτα της δολοφονίας, πότε ήταν η τελευταία φορά που είδατε τον Τομ?