Translation meaning & definition of the word "mural" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοιχογραφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mural
[Τοιχογραφία]/mjʊrəl/
noun
1. A painting that is applied to a wall surface
- synonym:
- mural ,
- wall painting
1. Ένας πίνακας που εφαρμόζεται σε μια επιφάνεια τοίχων
- συνώνυμο:
- τοιχογραφία ,
- ζωγραφική τοίχου
adjective
1. Of or relating to walls
- "Mural painting"
- synonym:
- mural
1. Από ή σχετίζονται με τοίχους
- "Τοιχογραφία"
- συνώνυμο:
- τοιχογραφία