Translation meaning & definition of the word "municipality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "Δήμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Municipality
[Δήμος]/mjunɪsəpæləti/
noun
1. An urban district having corporate status and powers of self-government
- synonym:
- municipality
1. Αστική περιοχή με εταιρική κατάσταση και εξουσίες αυτοδιοίκησης
- συνώνυμο:
- δήμος
2. People living in a town or city having local self-government
- synonym:
- municipality
2. Οι άνθρωποι που ζουν σε μια πόλη ή μια πόλη που έχει τοπική αυτοδιοίκηση
- συνώνυμο:
- δήμος