Translation meaning & definition of the word "municipal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημοτικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Municipal
[Δημοτικός]/mjunɪsəpəl/
adjective
1. Relating or belonging to or characteristic of a municipality
- "Municipal government"
- "Municipal bonds"
- "A municipal park"
- "Municipal transportation"
- synonym:
- municipal
1. Σχετικά ή ανήκουν ή χαρακτηριστικά ενός δήμου
- "Δημοτική κυβέρνηση"
- "Municipal bonds"
- "Δημοτικό πάρκο"
- "Δημοτική μεταφορά"
- συνώνυμο:
- δημοτικός
2. Of or relating to the government of a municipality
- "International law...only authorizes a belligerent to punish a spy under its municipal law"- j.l.kuntz
- synonym:
- municipal
2. Από ή σχετίζονται με την κυβέρνηση ενός δήμου
- "Το διεθνές δίκαιο εξουσιοδοτεί μόνο έναν εμπόλεμο να τιμωρήσει έναν κατάσκοπο σύμφωνα με το δημοτικό του δίκαιο"- τζ.λ. καντζ.
- συνώνυμο:
- δημοτικός