Translation meaning & definition of the word "munch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ματσάκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Munch
[Ματς]/mənʧ/
noun
1. Norwegian painter (1863-1944)
- synonym:
- Munch ,
- Edvard Munch
1. Νορβηγός ζωγράφος (1863-1944)
- συνώνυμο:
- Ματς ,
- Έντβαρντ Μουνκ
2. A large bite
- "He tried to talk between munches on the sandwich"
- synonym:
- munch
2. Ένα μεγάλο δάγκωμα
- "Προσπάθησε να μιλήσει ανάμεσα σε παντελόνια στο σάντουιτς"
- συνώνυμο:
- παραληρώ
verb
1. Chew noisily
- "The children crunched the celery sticks"
- synonym:
- crunch ,
- munch
1. Μασήστε θορυβωδώσ
- "Τα παιδιά έσπασαν τα ραβδιά σέλινου"
- συνώνυμο:
- τραγανίζω ,
- παραληρώ