Translation meaning & definition of the word "multiply" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολλαπλά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Multiply
[Πολλαπλασιάζω]/məltəplaɪ/
verb
1. Combine by multiplication
- "Multiply 10 by 15"
- synonym:
- multiply
1. Συνδυάστε με πολλαπλασιασμό
- "Πολλαπλά 10 από 15"
- συνώνυμο:
- πολλαπλασιάζω
2. Combine or increase by multiplication
- "He managed to multiply his profits"
- synonym:
- multiply ,
- manifold
2. Συνδυάστε ή αυξήστε με τον πολλαπλασιασμό
- "Κατάφερε να πολλαπλασιάσει τα κέρδη του"
- συνώνυμο:
- πολλαπλασιάζω ,
- πολλαπλότητα
3. Have young (animals) or reproduce (organisms)
- "Pandas rarely breed in captivity"
- "These bacteria reproduce"
- synonym:
- breed ,
- multiply
3. Έχετε νεαρούς (-ιμανάλ) ή αναπαράγετε (οργανισμούς)
- "Οι πάντες σπάνια αναπαράγονται σε αιχμαλωσία"
- "Αυτά τα βακτήρια αναπαράγονται"
- συνώνυμο:
- φυλή ,
- πολλαπλασιάζω
4. Have offspring or produce more individuals of a given animal or plant
- "The bible tells people to procreate"
- synonym:
- reproduce ,
- procreate ,
- multiply
4. Έχετε απογόνους ή παράγετε περισσότερα άτομα ενός συγκεκριμένου ζώου ή φυτού
- "Η βίβλος λέει στους ανθρώπους να αναπαράγουν"
- συνώνυμο:
- αναπαράγω ,
- πολλαπλασιάζω
adverb
1. In several ways
- In a multiple manner
- "They were multiply checked for errors"
- synonym:
- multiply
1. Με διάφορους τρόπους
- Με πολλαπλό τρόπο
- "Πολλαπλασιάστηκαν για λάθη"
- συνώνυμο:
- πολλαπλασιάζω