Translation meaning & definition of the word "multiplier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολλαπλασιαστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Multiplier
[Πολλαπλασιαστήσ]/məltəplaɪər/
noun
1. The number by which a multiplicand is multiplied
- synonym:
- multiplier ,
- multiplier factor
1. Ο αριθμός με τον οποίο πολλαπλασιάζεται ένας πολλαπλασιαστής
- συνώνυμο:
- πολλαπλασιαστήσ ,
- πολλαπλασιαστής παράγοντας