Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "multiplication" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολλαπλασιασμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Multiplication

[Πολλαπλασιασμός]
/məltəpləkeʃən/

noun

1. The act of producing offspring or multiplying by such production

    synonym:
  • generation
  • ,
  • multiplication
  • ,
  • propagation

1. Η πράξη της παραγωγής απογόνων ή του πολλαπλασιασμού με την παραγωγή αυτή

    συνώνυμο:
  • γενιά
  • ,
  • πολλαπλασιασμός
  • ,
  • διάδοση

2. A multiplicative increase

  • "Repeated copying leads to a multiplication of errors"
  • "This multiplication of cells is a natural correlate of growth"
    synonym:
  • multiplication

2. Πολλαπλασιαστική αύξηση

  • "Η επαναλαμβανόμενη αντιγραφή οδηγεί σε πολλαπλασιασμό των σφαλμάτων"
  • "Αυτός ο πολλαπλασιασμός των κυττάρων είναι ένας φυσικός συσχετισμός της ανάπτυξης"
    συνώνυμο:
  • πολλαπλασιασμός

3. An arithmetic operation that is the inverse of division

  • The product of two numbers is computed
  • "The multiplication of four by three gives twelve"
  • "Four times three equals twelve"
    synonym:
  • multiplication
  • ,
  • times

3. Μια αριθμητική πράξη που είναι το αντίστροφο της διαίρεσης

  • Υπολογίζεται το προϊόν δύο αριθμών
  • "Ο πολλαπλασιασμός του τέσσερα με το τρία δίνει δώδεκα"
  • "Τέσσερις φορές το τρία ισούται με δώδεκα"
    συνώνυμο:
  • πολλαπλασιασμός
  • ,
  • καιροί

Examples of using

Civilization is the limitless multiplication of unnecessary necessities.
Ο πολιτισμός είναι ο απεριόριστος πολλαπλασιασμός των περιττών αναγκών.
The children are learning the multiplication tables by heart.
Τα παιδιά μαθαίνουν τους πίνακες πολλαπλασιασμού από την καρδιά.