Translation meaning & definition of the word "multilingual" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολύγλωσσο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Multilingual
[Πολύγλωσσοσ]/məltilɪŋwəl/
adjective
1. Using or knowing more than one language
- "A multilingual translator"
- "A multilingual nation"
- synonym:
- multilingual
1. Χρήση ή γνώση περισσότερων από μία γλωσσών
- "Πολύγλωσσος μεταφραστής"
- "Πολύγλωσσο έθνος"
- συνώνυμο:
- πολύγλωσσο
Examples of using
Most of the people working here are bilingual, trilingual and multilingual.
Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που εργάζονται εδώ είναι δίγλωσσοι, τρίγλωσσοι και πολύγλωσσοι.
But that's not the whole picture. Tatoeba is not just an open, collaborative, multilingual dictionary of sentences. It's part of an ecosystem that we want to build.
Αλλά αυτή δεν είναι η όλη εικόνα. Η Τατίμπα δεν είναι απλώς ένα ανοιχτό, συνεργατικό, πολύγλωσσο λεξικό προτάσεων. Είναι μέρος ενός οικοσυστήματος που θέλουμε να χτίσουμε.