Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "muller" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πιο παλιά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Muller

[Σκληρύνων]
/mələr/

noun

1. Swiss chemist who synthesized ddt and discovered its use as an insecticide (1899-1965)

    synonym:
  • Muller
  • ,
  • Paul Hermann Muller

1. Ελβετός χημικός που συνέθεσε την και ανακάλυψε τη χρήση της ως εντομοκτόνο (1899-1965)

    συνώνυμο:
  • Σκληρύνων
  • ,
  • Πωλ Χέρμαν Μίλερ

2. Swiss physicist who studied superconductivity (born in 1927)

    synonym:
  • Muller
  • ,
  • Karl Alex Muller

2. Ελβετός φυσικός που μελέτησε την υπεραγωγιμότητα (γνού το 1927)

    συνώνυμο:
  • Σκληρύνων
  • ,
  • Καρλ Άλεξ Μίλερ

3. German physiologist and anatomist (1801-1858)

    synonym:
  • Muller
  • ,
  • Johannes Peter Muller

3. Γερμανός φυσιολόγος και ανατόμος (1801-1858)

    συνώνυμο:
  • Σκληρύνων
  • ,
  • Γιοχάνες Πίτερ Μίλερ

4. German mathematician and astronomer (1436-1476)

    synonym:
  • Muller
  • ,
  • Johann Muller
  • ,
  • Regiomontanus

4. Γερμανός μαθηματικός και αστρονόμος (1436-1476)

    συνώνυμο:
  • Σκληρύνων
  • ,
  • Γιόχαν Μίλερ
  • ,
  • Ρεγιομοντάνου

5. British philologist (born in germany) who specialized in sanskrit (1823-1900)

    synonym:
  • Muller
  • ,
  • Max Muller
  • ,
  • Friedrich Max Muller

5. Βρετανός φιλόλογος (γεννημένος στη γερμανία), ο οποίος ειδικεύτηκε στη σανσκριτική (1823-1900)

    συνώνυμο:
  • Σκληρύνων
  • ,
  • Μαξ Μίλερ
  • ,
  • Φρίντριχ Μαξ Μίλερ

6. United states geneticist who studied the effects of x-rays on genes (1890-1967)

    synonym:
  • Muller
  • ,
  • Hermann Joseph Muller

6. Γενετιστής των ηνωμένων πολιτειών που μελέτησε τις επιδράσεις των ακτίνων χ στα γονίδια (1890-1967)

    συνώνυμο:
  • Σκληρύνων
  • ,
  • Χέρμαν Μέλλερ

7. A reflective thinker characterized by quiet contemplation

    synonym:
  • muser
  • ,
  • muller
  • ,
  • ponderer
  • ,
  • ruminator

7. Ένας ανακλαστικός στοχαστής που χαρακτηρίζεται από ήσυχη περισυλλογή

    συνώνυμο:
  • παρατηρώ
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • περιπλανώμενοσ
  • ,
  • μηρυκαστήρα

8. A heavy tool of stone or iron (usually with a flat base and a handle) that is used to grind and mix material (as grain or drugs or pigments) against a slab of stone

    synonym:
  • pestle
  • ,
  • muller
  • ,
  • pounder

8. Ένα βαρύ εργαλείο από πέτρα ή σίδηρο (συνήθως με επίπεδη βάση και χειρολαβή) που χρησιμοποιείται για την άλεση και μίξη υλικού (

    συνώνυμο:
  • γουδοχέρι
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • παραλήπτησ

9. A vessel in which wine is mulled

    synonym:
  • muller

9. Ένα σκάφος στο οποίο το κρασί είναι ανακατεμένο

    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι