Translation meaning & definition of the word "mull" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραβά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mull
[Μαλακόσ]/məl/
noun
1. A term used in scottish names of promontories
- "The mull of kintyre"
- synonym:
- mull
1. Ένας όρος που χρησιμοποιείται στα σκωτσέζικα ονόματα ακρωτηρίων
- "Ο ταύρος του κίντυρου"
- συνώνυμο:
- τραβώ
2. An island in western scotland in the inner hebrides
- synonym:
- Mull
2. Ένα νησί στη δυτική σκωτία στις εσωτερικές εβρίδες
- συνώνυμο:
- Μαλακόσ
verb
1. Reflect deeply on a subject
- "I mulled over the events of the afternoon"
- "Philosophers have speculated on the question of god for thousands of years"
- "The scientist must stop to observe and start to excogitate"
- synonym:
- chew over ,
- think over ,
- meditate ,
- ponder ,
- excogitate ,
- contemplate ,
- muse ,
- reflect ,
- mull ,
- mull over ,
- ruminate ,
- speculate
1. Αναλογιστείτε βαθιά σε ένα θέμα
- "Συγκλονίστηκα για τα γεγονότα του απογεύματος"
- "Οι φιλόσοφοι έχουν σκεφτεί το ζήτημα του θεού εδώ και χιλιάδες χρόνια"
- "Ο επιστήμονας πρέπει να σταματήσει να παρατηρεί και να αρχίσει να αποσπά"
- συνώνυμο:
- μασάω ,
- σκεφτείτε ,
- διαλογίζομαι ,
- αναλογιστήσ ,
- αποσπώ ,
- αναλογίζομαι ,
- μούσα ,
- αντανακλώ ,
- τραβώ ,
- τραβώ πάνω ,
- μηρυκαστικόσ ,
- εικασία
2. Heat with sugar and spices to make a hot drink
- "Mulled cider"
- synonym:
- mull
2. Ζεστάνετε με ζάχαρη και μπαχαρικά για να φτιάξετε ένα ζεστό ρόφημα
- "Τραβηγμένο μηλίτη"
- συνώνυμο:
- τραβώ
Examples of using
I need time to mull things over before I decide what to do.
Χρειάζομαι χρόνο για να τραβήξω τα πράγματα πριν αποφασίσω τι να κάνω.