Translation meaning & definition of the word "mulch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βούλκας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mulch
[Καπνίζω]/məlʧ/
noun
1. A protective covering of rotting vegetable matter spread to reduce evaporation and soil erosion
- synonym:
- mulch
1. Ένα προστατευτικό κάλυμμα της σάπιας φυτικής ύλης εξάπλωση για να μειώσει την εξάτμιση και τη διάβρωση του εδάφους
- συνώνυμο:
- λασπώνω
verb
1. Cover with mulch
- "Mulch the flowerbeds"
- synonym:
- mulch
1. Καλύψτε με τη σάπια
- "Τραβήξτε τα παρτέρια"
- συνώνυμο:
- λασπώνω
Examples of using
I've been lopping trees all afternoon and shredding them into mulch for the garden.
Έχω σκουπίσει δέντρα όλο το απόγευμα και τα τεμαχίζει σε σάπια για τον κήπο.