Translation meaning & definition of the word "mugger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακοποιός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mugger
[Κακοποιών]/məgər/
noun
1. A robber who takes property by threatening or performing violence on the person who is robbed (usually on the street)
- synonym:
- mugger
1. Ένας ληστής που παίρνει περιουσία απειλώντας ή εκτελώντας βία στο άτομο που ληστεύεται (συνήθως στο δρόμο)
- συνώνυμο:
- κακοποιών