Translation meaning & definition of the word "mug" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουπά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mug
[Κούπα]/məg/
noun
1. The quantity that can be held in a mug
- synonym:
- mug ,
- mugful
1. Η ποσότητα που μπορεί να κρατηθεί σε μια κούπα
- συνώνυμο:
- κούπα
2. A person who is gullible and easy to take advantage of
- synonym:
- chump ,
- fool ,
- gull ,
- mark ,
- patsy ,
- fall guy ,
- sucker ,
- soft touch ,
- mug
2. Ένα άτομο που είναι αφελές και εύκολο να επωφεληθεί από
- συνώνυμο:
- πνίγω ,
- ανόητος ,
- γλάρος ,
- σηματοδοτώ ,
- πατιναρόσ ,
- πέφτω ,
- απορροφητήσ ,
- απαλή αφή ,
- κούπα
3. The human face (`kisser' and `smiler' and `mug' are informal terms for `face' and `phiz' is british)
- synonym:
- countenance ,
- physiognomy ,
- phiz ,
- visage ,
- kisser ,
- smiler ,
- mug
3. Το ανθρώπινο πρόσωπο (`κισσερ' και `μικρό` και `κουτάβι' είναι άτυποι όροι για `πρόσωπο' και `φις` είναι βρετανικό)
- συνώνυμο:
- όψη ,
- φυσιογνωμία ,
- φιξ ,
- επίπλευση ,
- φιλών ,
- σιγαστήρασ ,
- κούπα
4. With handle and usually cylindrical
- synonym:
- mug
4. Με λαβή και συνήθως κυλινδρικό
- συνώνυμο:
- κούπα
verb
1. Rob at gunpoint or with the threat of violence
- "I was mugged in the streets of new york last night"
- synonym:
- mug
1. Ληστεία στο όπλο ή με την απειλή της βίας
- "Μου τραβήχτηκαν στους δρόμους της νέας υόρκης χθες το βράδυ"
- συνώνυμο:
- κούπα