Translation meaning & definition of the word "muffler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Muffler
[Κασκόλ]/məflər/
noun
1. A tubular acoustic device inserted in the exhaust system that is designed to reduce noise
- synonym:
- silencer ,
- muffler
1. Μια σωληνοειδής ακουστική συσκευή που εισάγεται στο σύστημα εξάτμισης που σχεδιάζεται για να μειώσει το θόρυβο
- συνώνυμο:
- σιγαστήρα ,
- ανακατωσούρησ
2. A scarf worn around the neck
- synonym:
- muffler
2. Ένα μαντήλι φοριέται γύρω από το λαιμό
- συνώνυμο:
- ανακατωσούρησ
3. A device that decreases the amplitude of electronic, mechanical, acoustical, or aerodynamic oscillations
- synonym:
- damper ,
- muffler
3. Μια συσκευή που μειώνει το εύρος των ηλεκτρονικών, μηχανικών, ακουστικών ή αεροδυναμικών ταλαντώσεων
- συνώνυμο:
- αποσβεστήρασ ,
- ανακατωσούρησ