Translation meaning & definition of the word "muddle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπερδεύει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Muddle
[Λασπώνω]/mədəl/
noun
1. A confused multitude of things
- synonym:
- clutter ,
- jumble ,
- muddle ,
- fuddle ,
- mare's nest ,
- welter ,
- smother
1. Ένα μπερδεμένο πλήθος πραγμάτων
- συνώνυμο:
- ακαταστασία ,
- τραβώ ,
- λασπώνω ,
- φουντ ,
- η φωλιά της Μάρε ,
- ευημερών ,
- πνίγω
2. Informal terms for a difficult situation
- "He got into a terrible fix"
- "He made a muddle of his marriage"
- synonym:
- fix ,
- hole ,
- jam ,
- mess ,
- muddle ,
- pickle ,
- kettle of fish
2. Ανεπίσημοι όροι για μια δύσκολη κατάσταση
- "Μπήκε σε μια τρομερή λύση"
- "Έφτιαξε μια λάσπη του γάμου του"
- συνώνυμο:
- διορθώνω ,
- τρύπα ,
- μαρμελάδα ,
- χάος ,
- λασπώνω ,
- τουρσί ,
- βραστήρας ψαριών
verb
1. Make into a puddle
- "Puddled mire"
- synonym:
- muddle ,
- puddle
1. Κάνω μια λακκούβα
- "Συνωστισμένο λαβύρινθο"
- συνώνυμο:
- λασπώνω ,
- λακκούβα
2. Mix up or confuse
- "He muddled the issues"
- synonym:
- addle ,
- muddle ,
- puddle
2. Ανακατέψτε ή μπερδέψτε
- "Μπέρδεψε τα προβλήματα"
- συνώνυμο:
- προσθέτω ,
- λασπώνω ,
- λακκούβα