Translation meaning & definition of the word "mud" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λάσπη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mud
[Μαντήλα]/məd/
noun
1. Water soaked soil
- Soft wet earth
- synonym:
- mud ,
- clay
1. Εμποτισμένο με νερό έδαφος
- Μαλακή υγρή γη
- συνώνυμο:
- λάσπη ,
- πηλός
2. Slanderous remarks or charges
- synonym:
- mud
2. Συκοφαντικές παρατηρήσεις ή κατηγορίες
- συνώνυμο:
- λάσπη
verb
1. Soil with mud, muck, or mire
- "The child mucked up his shirt while playing ball in the garden"
- synonym:
- mire ,
- muck ,
- mud ,
- muck up
1. Χώμα με λάσπη, λάσπη ή λάσπη
- "Το παιδί κούνησε το πουκάμισό του ενώ έπαιζε μπάλα στον κήπο"
- συνώνυμο:
- ανακατώνω ,
- μακ ,
- λάσπη ,
- πατώ
2. Plaster with mud
- synonym:
- mud
2. Σοβά με λάσπη
- συνώνυμο:
- λάσπη
Examples of using
The dog was covered in mud from head to foot.
Ο σκύλος ήταν καλυμμένος με λάσπη από κεφάλι σε πόδι.
She pulled him out of the mud.
Τον έβγαλε από τη λάσπη.
The car was stuck in the mud.
Το αυτοκίνητο ήταν κολλημένο στη λάσπη.