Translation meaning & definition of the word "mow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουρεύω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mow
[Κουρεύω]/moʊ/
noun
1. A loft in a barn where hay is stored
- synonym:
- hayloft ,
- haymow ,
- mow
1. Μια σοφίτα σε έναν αχυρώνα όπου αποθηκεύεται σανό
- συνώνυμο:
- χάιλοφτ ,
- χαγιόφ ,
- κουρελιάζω
verb
1. Cut with a blade or mower
- "Mow the grass"
- synonym:
- mow ,
- cut down
1. Κόψτε με μια λεπίδα ή χλοοκοπτικό
- "Πες το γρασίδι"
- συνώνυμο:
- κουρελιάζω ,
- κόβω
2. Make a sad face and thrust out one's lower lip
- "Mop and mow"
- "The girl pouted"
- synonym:
- pout ,
- mop ,
- mow
2. Κάντε ένα λυπημένο πρόσωπο και σπρώξτε έξω το κάτω χείλος κάποιου
- "Σφουγγαρίστρα και κουρελού"
- "Το κορίτσι πουλούσε"
- συνώνυμο:
- πουλί ,
- σφουγγαρίστρα ,
- κουρελιάζω
Examples of using
Do abbots mow hay? Abbots never mow hay. Abbots pray!
Οι ηγούμενοι κόβουν το σανό? Οι ηγούμενοι δεν κουρεύουν ποτέ το σανό. Οι ηγούμενοι προσεύχονται!
Do abbots mow hay? Never do abbots mow hay! Abbots pray.
Οι ηγούμενοι κόβουν το σανό? Ποτέ οι ηγούμενοι δεν κουρεύουν σανό! Οι ηγούμενοι προσεύχονται.
Mother told me to mow the lawn.
Η μητέρα μου είπε να κόψω το γκαζόν.