Translation meaning & definition of the word "moving" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κίνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Moving
[Μετακίνηση]/muvɪŋ/
adjective
1. In motion
- "A constantly moving crowd"
- "The moving parts of the machine"
- synonym:
- moving
1. Σε κίνηση
- "Ένα συνεχώς μετακινούμενο πλήθος"
- "Τα κινούμενα μέρη της μηχανής"
- συνώνυμο:
- κίνηση
2. Arousing or capable of arousing deep emotion
- "She laid her case of destitution before him in a very moving letter"- n. hawthorne
- synonym:
- moving
2. Ενθαρρυντικό ή ικανό να προκαλέσει βαθιά συναισθήματα
- "Έβαλε την περίπτωση της ένδειας μπροστά του σε ένα πολύ συγκινητικό γράμμα" - ν. χόθορν
- συνώνυμο:
- κίνηση
3. Used of a series of photographs presented so as to create the illusion of motion
- "Her ambition was to be in moving pictures or `the movies'"
- synonym:
- moving
3. Χρησιμοποιείται από μια σειρά φωτογραφιών που παρουσιάζονται έτσι ώστε να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση της κίνησης
- "Η φιλοδοξία της ήταν να είναι σε κινούμενες εικόνες ή `ταινίες'"
- συνώνυμο:
- κίνηση
Examples of using
Tom jumped out of a moving car.
Ο Τομ πήδηξε από ένα κινούμενο αυτοκίνητο.
It's moving fast.
Κινείται γρήγορα.
Things aren't moving.
Τα πράγματα δεν κινούνται.