Translation meaning & definition of the word "mover" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mover
[Μετακινούμενοσ]/muvər/
noun
1. Workman employed by a moving company
- "The movers were very careful with the grand piano"
- synonym:
- mover
1. Εργάτης που απασχολείται από μια μετακινούμενη εταιρεία
- "Οι μετακινητές ήταν πολύ προσεκτικοί με το μεγάλο πιάνο"
- συνώνυμο:
- πουλάει
2. (parliamentary procedure) someone who makes a formal motion
- synonym:
- proposer ,
- mover
2. (κοινοβουλευτική διαδικασία) κάποιος που κάνει μια επίσημη πρόταση
- συνώνυμο:
- προτείνων ,
- πουλάει
3. Someone who moves
- synonym:
- mover
3. Κάποιος που κινείται
- συνώνυμο:
- πουλάει
4. A company that moves the possessions of a family or business from one site to another
- synonym:
- mover ,
- public mover ,
- moving company ,
- removal firm ,
- removal company
4. Μια εταιρεία που μεταφέρει τα αποκτήματα μιας οικογένειας ή μιας επιχείρησης από έναν ιστότοπο σε άλλο
- συνώνυμο:
- πουλάει ,
- δημόσιος κινητήρας ,
- κινούμενη εταιρεία ,
- αφαίρεση ,
- εταιρεία απομάκρυνσης