Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "movement" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κίνημα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Movement

[Κίνηση]
/muvmənt/

noun

1. A change of position that does not entail a change of location

  • "The reflex motion of his eyebrows revealed his surprise"
  • "Movement is a sign of life"
  • "An impatient move of his hand"
  • "Gastrointestinal motility"
    synonym:
  • motion
  • ,
  • movement
  • ,
  • move
  • ,
  • motility

1. Αλλαγή θέσης που δεν συνεπάγεται αλλαγή τοποθεσίας

  • "Η αντανακλαστική κίνηση των φρυδιών του αποκάλυψε την έκπληξή του"
  • "Η κίνηση είναι σημάδι ζωής"
  • "Μια ανυπόμονη κίνηση του χεριού του"
  • "Γαστρεντερική κινητικότητα"
    συνώνυμο:
  • κίνηση
  • ,
  • κινώ
  • ,
  • κινητικότητα

2. The act of changing location from one place to another

  • "Police controlled the motion of the crowd"
  • "The movement of people from the farms to the cities"
  • "His move put him directly in my path"
    synonym:
  • motion
  • ,
  • movement
  • ,
  • move

2. Η πράξη της αλλαγής θέσης από το ένα μέρος στο άλλο

  • "Η αστυνομία έλεγχε την κίνηση του πλήθους"
  • "Η μετακίνηση των ανθρώπων από τα αγροκτήματα στις πόλεις"
  • "Η κίνησή του τον έβαλε κατευθείαν στο δρόμο μου"
    συνώνυμο:
  • κίνηση
  • ,
  • κινώ

3. A natural event that involves a change in the position or location of something

    synonym:
  • movement
  • ,
  • motion

3. Ένα φυσικό γεγονός που περιλαμβάνει μια αλλαγή στη θέση ή τη θέση του κάτι

    συνώνυμο:
  • κίνηση

4. A group of people with a common ideology who try together to achieve certain general goals

  • "He was a charter member of the movement"
  • "Politicians have to respect a mass movement"
  • "He led the national liberation front"
    synonym:
  • movement
  • ,
  • social movement
  • ,
  • front

4. Μια ομάδα ανθρώπων με μια κοινή ιδεολογία που προσπαθούν μαζί για να επιτύχουν ορισμένους γενικούς στόχους

  • "Ήταν μέλος του ναυλωμένου κινήματος"
  • "Οι πολιτικοί πρέπει να σέβονται ένα μαζικό κίνημα"
  • "Ηγήθηκε του εθνικού απελευθερωτικού μετώπου"
    συνώνυμο:
  • κίνηση
  • ,
  • κοινωνικό κίνημα
  • ,
  • μπροστινός

5. A major self-contained part of a symphony or sonata

  • "The second movement is slow and melodic"
    synonym:
  • movement

5. Ένα σημαντικό αυτόνομο μέρος μιας συμφωνίας ή σονάτας

  • "Η δεύτερη κίνηση είναι αργή και μελωδική"
    συνώνυμο:
  • κίνηση

6. A series of actions advancing a principle or tending toward a particular end

  • "He supported populist campaigns"
  • "They worked in the cause of world peace"
  • "The team was ready for a drive toward the pennant"
  • "The movement to end slavery"
  • "Contributed to the war effort"
    synonym:
  • campaign
  • ,
  • cause
  • ,
  • crusade
  • ,
  • drive
  • ,
  • movement
  • ,
  • effort

6. Μια σειρά ενεργειών που προωθούν μια αρχή ή τείνουν προς ένα συγκεκριμένο τέλος

  • "Υποστήριξε λαϊκιστικές εκστρατείες"
  • "Εργάστηκαν για την υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης"
  • "Η ομάδα ήταν έτοιμη για μια κίνηση προς την πένα"
  • "Το κίνημα για τον τερματισμό της δουλείας"
  • "Αντιμετωπίζεται με πολεμική προσπάθεια"
    συνώνυμο:
  • εκστρατεία
  • ,
  • αιτία
  • ,
  • σταυροφορία
  • ,
  • οδηγώ
  • ,
  • κίνηση
  • ,
  • προσπάθεια

7. An optical illusion of motion produced by viewing a rapid succession of still pictures of a moving object

  • "The cinema relies on apparent motion"
  • "The succession of flashing lights gave an illusion of movement"
    synonym:
  • apparent motion
  • ,
  • motion
  • ,
  • apparent movement
  • ,
  • movement

7. Μια οπτική ψευδαίσθηση της κίνησης που παράγεται από την προβολή μιας γρήγορης διαδοχής ακόμα εικόνων ενός κινούμενου αντικειμένου

  • "Ο κινηματογράφος βασίζεται σε εμφανή κίνηση"
  • "Η διαδοχή των φώτων που αναβοσβήνουν έδωσε μια ψευδαίσθηση της κίνησης"
    συνώνυμο:
  • φαινομενική κίνηση
  • ,
  • κίνηση

8. A euphemism for defecation

  • "He had a bowel movement"
    synonym:
  • bowel movement
  • ,
  • movement
  • ,
  • bm

8. Ένας ευφημισμός για την αφόδευση

  • "Είχε μια κίνηση του εντέρου"
    συνώνυμο:
  • κίνηση του εντέρου
  • ,
  • κίνηση
  • ,
  • βμ

9. A general tendency to change (as of opinion)

  • "Not openly liberal but that is the trend of the book"
  • "A broad movement of the electorate to the right"
    synonym:
  • drift
  • ,
  • trend
  • ,
  • movement

9. Μια γενική τάση για αλλαγή (α γνώμης)

  • "Όχι ανοιχτά φιλελεύθερο, αλλά αυτή είναι η τάση του βιβλίου"
  • "Μια ευρεία κίνηση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά"
    συνώνυμο:
  • παρασυρόμενοσ
  • ,
  • τάση
  • ,
  • κίνηση

10. The driving and regulating parts of a mechanism (as of a watch or clock)

  • "It was an expensive watch with a diamond movement"
    synonym:
  • movement

10. Η οδήγηση και η ρύθμιση τμημάτων ενός μηχανισμού (α ενός ρολογιού ή ρολογιού)

  • "Ήταν ένα ακριβό ρολόι με κίνηση διαμαντιών"
    συνώνυμο:
  • κίνηση

11. The act of changing the location of something

  • "The movement of cargo onto the vessel"
    synonym:
  • movement

11. Η πράξη της αλλαγής της θέσης του κάτι

  • "Η μετακίνηση του φορτίου πάνω στο σκάφος"
    συνώνυμο:
  • κίνηση

Examples of using

My favorite part of the Appassionata is the second movement.
Το αγαπημένο μου μέρος της είναι η δεύτερη κίνηση.
Not worrying about anything is the same as being dead, since worry is the movement of the soul, and life is movement.
Το να μην ανησυχείς για τίποτα είναι το ίδιο με το να είσαι νεκρός, αφού η ανησυχία είναι κίνηση της ψυχής και η ζωή κίνηση.
He played a major part in the movement.
Έπαιξε σημαντικό ρόλο στο κίνημα.