Translation meaning & definition of the word "mouthwash" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφθώδες" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mouthwash
[Στοματοπλέγματα]/maʊθwɑʃ/
noun
1. A medicated solution used for gargling and rinsing the mouth
- synonym:
- gargle ,
- mouthwash
1. Ένα φαρμακευτικό διάλυμα που χρησιμοποιείται για το γαργάρισμα και το ξέπλυμα του στόματος
- συνώνυμο:
- γαργάρα ,
- στοματικό διάλυμα