Translation meaning & definition of the word "mouthful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στόμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mouthful
[Στόμα]/maʊθfʊl/
noun
1. The quantity that can be held in the mouth
- synonym:
- mouthful
1. Η ποσότητα που μπορεί να κρατηθεί στο στόμα
- συνώνυμο:
- μπουμπουλωμένοσ
2. A small amount eaten or drunk
- "Take a taste--you'll like it"
- synonym:
- taste ,
- mouthful
2. Μια μικρή ποσότητα τρώγεται ή πίνεται
- "Πάρτε μια γεύση-θα σας αρέσει"
- συνώνυμο:
- γεύση ,
- μπουμπουλωμένοσ