Translation meaning & definition of the word "mouth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στόμα" στην ελληνική γλώσσα
Mouth
[Στόμα]noun
1. The opening through which food is taken in and vocalizations emerge
- "He stuffed his mouth with candy"
- synonym:
- mouth ,
- oral cavity ,
- oral fissure ,
- rima oris
1. Το άνοιγμα μέσω του οποίου λαμβάνεται το φαγητό και εμφανίζονται φωνητικές εκφράσεις
- "Γεμίζει το στόμα του με καραμέλα"
- συνώνυμο:
- στόμα ,
- στοματική κοιλότητα ,
- προφορική ρωγμή ,
- ρίμα όρις
2. The externally visible part of the oral cavity on the face and the system of organs surrounding the opening
- "She wiped lipstick from her mouth"
- synonym:
- mouth
2. Το εξωτερικά ορατό τμήμα της στοματικής κοιλότητας στο πρόσωπο και το σύστημα των οργάνων που περιβάλλουν το άνοιγμα
- "Σκουπίζει το κραγιόν από το στόμα της"
- συνώνυμο:
- στόμα
3. An opening that resembles a mouth (as of a cave or a gorge)
- "He rode into the mouth of the canyon"
- "They built a fire at the mouth of the cave"
- synonym:
- mouth
3. Ένα άνοιγμα που μοιάζει με στόμιο (ας μιας σπηλιάς ή ενός φαραγγιού)
- "Πήγε στο στόμιο του φαραγγιού"
- "Έχτισαν φωτιά στο στόμιο της σπηλιάς"
- συνώνυμο:
- στόμα
4. The point where a stream issues into a larger body of water
- "New york is at the mouth of the hudson"
- synonym:
- mouth
4. Το σημείο όπου ένα ρεύμα εκδίδεται σε ένα μεγαλύτερο σώμα νερού
- "Η νέα υόρκη είναι στο στόμα του χάντσον"
- συνώνυμο:
- στόμα
5. A person conceived as a consumer of food
- "He has four mouths to feed"
- synonym:
- mouth
5. Ένα άτομο που συλλαμβάνεται ως καταναλωτής τροφίμων
- "Έχει τέσσερα στόματα να ταΐσει"
- συνώνυμο:
- στόμα
6. A spokesperson (as a lawyer)
- synonym:
- mouthpiece ,
- mouth
6. Ένας εκπρόσωπος (ας δικηγόρος)
- συνώνυμο:
- επιστόμιο ,
- στόμα
7. An impudent or insolent rejoinder
- "Don't give me any of your sass"
- synonym:
- sass ,
- sassing ,
- backtalk ,
- back talk ,
- lip ,
- mouth
7. Ένας ακάθαρτος ή αδιάφορος επαναλήπτης
- "Μην μου δώσεις κανένα από τα λάθη σου"
- συνώνυμο:
- σασσ ,
- πυροδοτώ ,
- παραπομπή ,
- πίσω ομιλία ,
- χείλος ,
- στόμα
8. The opening of a jar or bottle
- "The jar had a wide mouth"
- synonym:
- mouth
8. Το άνοιγμα ενός βάζου ή ενός μπουκαλιού
- "Το βάζο είχε ένα ευρύ στόμα"
- συνώνυμο:
- στόμα
verb
1. Express in speech
- "She talks a lot of nonsense"
- "This depressed patient does not verbalize"
- synonym:
- talk ,
- speak ,
- utter ,
- mouth ,
- verbalize ,
- verbalise
1. Εκφράζεται στην ομιλία
- "Μιλάει πολλές ανοησίες"
- "Αυτός ο καταθλιπτικός ασθενής δεν εκφράζει λεκτικά"
- συνώνυμο:
- μιλώ ,
- αποτυπώνω ,
- στόμα ,
- εκφράζω λεκτικά
2. Articulate silently
- Form words with the lips only
- "She mouthed a swear word"
- synonym:
- mouth
2. Αρθρώστε σιωπηλά
- Φτιάξτε λέξεις μόνο με τα χείλη
- "Συγκέντρωσε μια λέξη του όρκου"
- συνώνυμο:
- στόμα
3. Touch with the mouth
- synonym:
- mouth
3. Αγγίξτε με το στόμα
- συνώνυμο:
- στόμα