Translation meaning & definition of the word "mousse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μους" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mousse
[Μους]/mus/
noun
1. A rich, frothy, creamy dessert made with whipped egg whites and heavy cream
- synonym:
- mousse
1. Ένα πλούσιο, αφρώδες, κρεμώδες επιδόρπιο φτιαγμένο με χτυπημένα ασπράδια αυγών και κρέμα γάλακτος
- συνώνυμο:
- μους
2. A light creamy dish made from fish or meat and set with gelatin
- synonym:
- mousse
2. Ένα ελαφρύ κρεμώδες πιάτο από ψάρι ή κρέας και σετ με ζελατίνη
- συνώνυμο:
- μους
3. Toiletry consisting of an aerosol foam used in hair styling
- synonym:
- mousse ,
- hair mousse ,
- hair gel
3. Τουαλέτα που αποτελείται από αφρό αερολύματος που χρησιμοποιείται στο στυλ μαλλιών
- συνώνυμο:
- μους ,
- μους μαλλιών ,
- τζελ μαλλιών
verb
1. Apply a styling gel to
- "She mousses her hair"
- synonym:
- mousse ,
- gel
1. Εφαρμόστε ένα τζελ στυλ
- "Μουστάει τα μαλλιά της"
- συνώνυμο:
- μους ,
- τζελ